μεγαλειώ

μεγαλειώ
μεγαλειώ, -όω και μεγαλειώνω (Μ) [μεγαλείον]
(ενεργ. και μέσ.)
1. αλαζονεύομαι, υπερηφανεύομαι
2. δοξάζομαι, μεγαλύνομαι
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μεγαλειωμένος, -η, -ον
υπερήφανος, αλαζόνας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεγαλείῳ — μεγαλεί̱ῳ , μεγαλεῖος magnificent masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλείωμα — μεγαλείωμα, τὸ (Α) μεγαλειότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. *μεγαλειῶ] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλειωτός — μεγαλειωτός, ή, όν (Α) (για σύνθετα) αυτός που έγινε μεγαλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. *μεγαλειῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”